- αφιλοσοφία
- ἀφιλοσοφία, η (Α) [αφιλόσοφος]η καταφρόνηση της φιλοσοφίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀφιλοσοφία — ἀφιλοσοφίᾱ , ἀφιλοσοφία contempt for philosophy fem nom/voc/acc dual ἀφιλοσοφίᾱ , ἀφιλοσοφία contempt for philosophy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)